λιθογλυφικός

λιθογλυφικός
-ή, -ό (Μ λιθογλυφικός, -ή, -όν) [λιθογλυφος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογλύφο ή στη λιθογλυφία
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθογλυφική
η γλυπτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”